ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΗ ΔΟΥΡΟΥΤΗ
(ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥΠΟΛΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ)
Ι. H θέση & οι πρώτες ανασκαφές
Ο λόφος με απόλυτο υψόμετρο 550-555 μ. (ή 80 περίπου μ. πάνω από την επιφάνεια της λίμνης Παμβώτιδας) που σήμερα ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Νεοχωρόπουλου του Δήμου Ιωαννιτών βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων εντός των ορίων της Πανεπιστημιούπολης του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Μαζί́ με τον αμέσως βορειότερο λόφο «Ασβό» αποτελούν τμήμα της βουνοσειράς των Μαρμάρων, περίπου 1 χλμ. ΝΔ του Νεοχωρόπουλου. Η χαράδρα «Μεγάλο Λαγκάδι» μεταξύ των δυο λόφων αποτελούσε πιθανόν φυσική δίοδο από το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων προς την κοιλάδα της Δωδώνης.
Με βάση τα έως σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα, ο λόφος και ο περιβάλλων χώρος έχουν μακρά ιστορία. Η πρωιμότερη δραστηριότητα ανάγεται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, εκτείνεται στους ιστορικούς χρόνους από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως και την Ύστερη Κλασική περίοδο. Νεκροταφείο των πρώιμων χριστιανικών χρόνων υποδεικνύει τη χρήση του λόφου την περίοδο εκείνη, και χρονικά ακολουθείται από τα μεταβυζαντινά μνημεία (Μονές Αγίου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής). Τέλος, στην κορυφή του λόφου της Δουρούτης εντοπίζονται οχυρώσεις της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Το 1965, ο Σωτήριος Δάκαρης εντόπισε τάφο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού εντός της χαράδρας Μεγάλο Λαγκάδι, η οποία χωρίζει το λόφο της Δουρούτης από το Νεοχωρόπουλο. Την ίδια χρονιά εντοπίστηκε στην περιοχή του Νεοχωρόπουλου ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη Ελληνιστικών χρόνων, εκτεθειμένη σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Η διάνοιξη αποστραγγιστικής τάφρου στην έξοδο της χαράδρας στο πλαίσιο των έργων διαμόρφωσης του αδόμητου τότε χώρου της Πανεπιστημιούπολης έφερε στο φως θεμέλια αρχαίων κτισμάτων, αλλά και ταφές στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους τμήματος της Δουρούτης το 1976. Στο χώρο των ταφών επικεντρώθηκαν για λόγους ασφαλείας οι σωστικές ανασκαφές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων (τότε ΙΒ΄ ΕΠΚΑ) με υπεύθυνη την σήμερα Επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων κυρία Ιωάννα Ανδρέου. Αυτές συνεχίστηκαν έως το 1981 υπό τη διεύθυνση της ίδιας.
Επιπλέον, από το 1995 έως και το 2006 διενεργήθηκε συστηματική ανασκαφή από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων υπό τη διεύθυνση της κ. Ι. Ανδρέου σε συνεργασία με τον Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εκπροσωπούμενου από την καθηγήτρια Κωνσταντίνα Γραβάνη και με τη συμμετοχή ομάδων φοιτητών του Τμήματος. Η ανασκαφή αυτή χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ψύχα και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε επιφανειακή έρευνα, καθώς και διασκόπηση υπεδάφους από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με υπεύθυνο τον Δρα Απόστολο Σαρρή.
ΙΙ. Τα ευρήματα
ΙΙ.1. Το Νεκροταφείο
Οι σωστικές ανασκαφές αποκάλυψαν στον περιφερειακό δρόμο της Πανεπιστημιούπολης εκτεταμένη νεκρόπολη σε χρήση από το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου έως και τους Ελληνιστικούς χρόνους. Ειδικότερα, οι πρωιμότερες ταφές χρονολογήθηκαν στον 7ο, ενώ οι υστερότεροι στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.
Το νεκροταφείο αποτελείται από έναν κεντρικό πυρήνα με ιδιαίτερα πυκνή κατανομή τάφων (140 τάφοι), ενώ εντοπίστηκαν τόσο μεμονωμένες όσο και συστάδες ταφών, διασκορπισμένες σε μια ευρύτερη περιοχή. Διερευνήθηκαν λάκκοι καλυμμένοι με λιθοσωρό ή με λίθινες πλάκες, κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι, παιδικοί εγχυτρισμοί, ταφές σε πίθους, ανακομιδές και ελάχιστες δευτερογενείς καύσεις. Οι ταφές – ιδιαίτερα του 6ου και 5ου αιώνα – απέδωσαν μεγάλο αριθμό ευρημάτων κυρίως χάλκινων και σιδερένιων αντικειμένων, αλλά και ποσότητες εγχώριας και εισηγμένης κεραμικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πολλά χάλκινα ευρήματα, μεταξύ τους ακέραιο αρχαϊκό κράνος με εγχάρακτη διακόσμηση, ακέραια προτομή γρύπα και αυτιά άλλων, στόμια αυλών και πολλά θραύσματα από την περιφέρεια αρχαϊκών ασπίδων, διακοσμημένα με έκτυπους πλοχμούς, αντικείμενα δηλαδή που συνήθως είναι αφιερώματα σε μεγάλα ιερά της αρχαιότητας. Πολλά από τα ευρήματα αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Είναι ενδιαφέρον ότι η επίχωση μεταξύ́ των τάφων σε όλη την έκταση του νεκροταφείου, απέδωσε χειροποίητη και τροχοποίητη κεραμική με πλαστική ή αμαυρόχρωμη διακόσμηση ή και αδιακόσμητη της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου που θεωρήθηκε ότι ανήκει σε κατεστραμμένους πρωιμότερους τάφους. Ίδιου τύπου κεραμική εντοπίστηκε και στα κατώτερα στρώματα χρήσης τόσο στον χώρο του Θεσμοφορίου όσο και των άλλων κατασκευών που εντοπίστηκαν δυτικά της νεκρόπολης.
ΙΙ.2. Κτηριακές δομές: «Θεσμοφόριο»
Περίπου 200 μ. δυτικά του νεκροταφείου, στις βορειοανατολικές υπώρειες του λόφου της Δουρούτης, αποκαλύφθηκαν δύο συγκροτήματα με κατασκευές κυκλικής και ορθογώνιας κάτοψης που αρχικά θεωρήθηκαν τμήματα οικισμού, μετά την πρόοδο όμως των ερευνών αποδόθηκαν σε ιερό Δήμητρας. Τα κατάλοιπα χαρακτηρίστηκαν ως Βόρειο και Νότιο Συγκρότημα σε συσχετισμό με τη σύγχρονη οδό που τα διαχωρίζει.
Το Βόρειο Συγκρότημα καταλαμβάνει τη βόρεια παρυφή́ του ανατολικού άκρου της χαράδρας Μεγάλο Λαγκάδι και εκτείνεται στην πλαγιά, δίπλα σε τμήμα της αποστραγγιστικής τάφρου της Πανεπιστημιούπολης. Αρχικά εντοπίστηκαν εντελώς αποσπασματικά θεμέλια κυκλικών και ορθογώνιων κτισμάτων, σχεδόν κατεστραμμένα από μηχανικό εκσκαφέα. Οι συστηματικές ανασκαφές αποκάλυψαν κυκλικό κτίριο διαμέτρου 10.50 μ. που σχηματίζεται από δύο ομόκεντρους κυκλικούς τοίχους, κατασκευασμένους από τοπικό ασβεστόλιθο. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκε τετράγωνη εστία-βωμός και κυκλικός λάκκος κενός, ευρήματα τα οποία κατά την ανασκαφέα παραπέμπουν σε λατρευτικό χώρο, συγκεκριμένα σε Θεσμοφόριο για τη χθόνια λατρεία της Δήμητρας, ανάλογο του κυκλικού Θεσμοφορίου της Πέλλας. Το κυκλικό κτίσμα είχε κατασκευαστεί στις αρχές του 4υ αιώνα π.Χ. πάνω σε σε εκτεταμένο στρώμα ανοιχτής πυράς, όπου τελούνταν χθόνιες θυσίες ήδη από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Η επίχωση του κτιρίου προερχόταν κυρίως από υλικά μεταφερμένα από την πλαγιά του λόφου και περιελάμβανε όστρακα από υδρίες, τριποδικά αγγεία, λεκάνες, πινάκια, αμφορείς, χύτρες, πίθους, σκύφους, κοτύλες, φιάλες, κανθάρους κ.ά., αγνύθες, θραύσματα πήλινων ειδωλίων γυναικείων μορφών, λίθινων και πήλινων τριβείων, οστά τεμαχισμένων ζώων, κυρίως βοοειδών, αλλά και αιγοπροβάτων, ελαφιών, ιππιδών και χοίρων.
Ανατολικά και δυτικά της κυκλικής κατασκευής, σε συνολικό μήκος περίπου 30 μ., αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά θεμέλια κτισμάτων, δηλαδή δύο τοίχων που σχηματίζουν ορθή γωνία και τμήματα άλλων που ανήκαν επίσης σε ορθογώνιους χώρους. Αμέσως βορειοδυτικά της, σχεδόν στη σημερινή επιφάνεια του εδάφους, εντοπίστηκε τμήμα αναλήμματος που στήριζε μονοπάτι για την ανάβαση στην πλαγιά, στον χώρο αμέσως βόρεια του συνόλου καθώς και τμήμα ανοιχτού αγωγού.
Το Νότιο Συγκρότημα ήρθε στο φως στη θέση «Αλώνι του Δεσπότη», 100 περίπου μ. νότια του Βόρειου και βορειοανατολικά της μονής της Δουρούτης. Η θέση είχε κατά τόπους διαταραχθεί από τις βελτιώσεις του δρόμου που οδηγεί στη Μονή αλλά, ευτυχώς, διασώθηκαν θεμέλια κτισμάτων και κυκλικό πλακόστρωτο, όλα σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους.
Ο κυκλικής κάτοψης πλακοστρωμένος χώρος, διαμέτρου 15 μ., έχει καταστραφεί εν μέρει από τη διάνοιξη του δρόμου που οδηγεί στη μονή, ενώ τμήμα του καλύπτεται από το σημερινό οδόστρωμα. Είχε κατασκευαστεί στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όπως και τα κτίσματα του βόρειου συγκροτήματος, και κατά την ανασκαφέα πιθανότατα ταυτίζεται με αλώνι, δηλαδή την αρχαία Άλω που συνδεόταν με μία ακόμα λαϊκή γιορτή με μυστικά δρώμενα, τα Αλώα, αφιερωμένα στη Δήμητρα και τον Διόνυσο. Εξωτερικά της νοτιοδυτικής πλευράς του πλακόστρωτου αποκαλύφθηκαν δύο αρχαιότερες ταφές, δηλαδή ένας λακκοειδής τάφος καλυμμένος από λιθοσωρό με σκελετό σε συνεσταλμένη στάση και ένας παιδικός εγχυτρισμός εντός μικρού πίθου. Οι ταφές είναι σύγχρονες και τα κορινθιακά αγγεία που περιείχαν τις τοποθετούν χρονικά στον 6ο αιώνα π.Χ.
Σε απόσταση 30 μ. νότια του πλακόστρωτου ερευνήθηκαν τα σχεδόν επιφανειακά αλλά σε πλήρη κάτοψη θεμέλια ορθογώνιου κτίσματος εξωτερικών διαστάσεων 8,00 X 7,00 μ. που διαιρείται εσωτερικά σε δύο ανισομεγέθεις χώρους, ο μικρότερος από τους οποίους περιελάμβανε εστίες, κάρβουνα και οστά ζώων. Χρονολογείται στη ίδια εποχή με το πλακόστρωτο και η έρευνά του απέδωσε τμήματα κεράμων, θραύσματα από πίθους, μεγάλα χειροποίητα και τροχοποίητα αγγεία, κυκλικά πήλινα πώματά τους καθώς και οστά και κέρατα ζώων. Κατά την ανασκαφέα οι εστίες και τα κινητά ευρήματα οδηγούν στη σύνδεσή του κτιρίου με τα δρώμενα των τελετουργικών εστιάσεων-συμποσίων που πραγματοποιούνταν στα ιερά. Σε επαφή σχεδόν με τη νοτιοανατολική πλευρά του ορθογώνιου κτιρίου εντοπίστηκε τμήμα θεμελίου, το οποίο ανήκε σε κυκλική κατασκευή διαμέτρου 10 μ. Σε τομές που έγινα βορειοδυτικά του πλακόστρωτου βρέθηκαν όστρακα από αγγεία κορινθιακά και γεωμετρικών χρόνων, μελαμβαφή της κλασικής και πρώιμης ελληνιστικής εποχής, καθώς και αγνύθες.
Αμέσως βορειοανατολικά του χώρου του κυκλικού πλακόστρωτου, σε χαμηλότερο επίπεδο και αριστερά του δρόμου προς τη Μονή Δουρούτης, οι έρευνες της τελευταίας περιόδου των συστηματικών ανασκαφών αποκάλυψαν, σχεδόν επιφανειακά και πάλι, αποσπασματικά θεμέλια ορθογώνιου κτιρίου κάτω από στρώμα καταστροφής καθώς και μικρού μήκους τμήματα των αναλημμάτων αρχαίου δρόμου που κατευθύνεται προς τον χώρο του πλακόστρωτου.
Τα ελάχιστα κτιριακά κατάλοιπα που είχαν εντοπιστεί και απλώς καθαριστεί επιφανειακά κατά τη διάνοιξη της αποστραγγιστικής τάφρου, δηλαδή στο ονομαζόμενο Βόρειο Συγκρότημα, αποδόθηκαν αρχικά σε οικίες ενός οικισμού που θα χρησιμοποιούσε τη γειτονική νεκρόπολη που ερευνήθηκε ανατολικότερα. Ήδη, πριν από μετά το τέλος της έρευνας στο νεκροταφείο και αρκετά πριν από την έναρξη των συστηματικών ανασκαφών στον χώρο των κτισμάτων, η ανασκαφέας προβληματιζόταν για τη μεταξύ τους σχέση εξαιτίας της πληθώρας και του είδους των κτερισμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων μια αγροτικής μολοσσικής κώμης. Τα αποτελέσματα των συστηματικών ανασκαφών οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο ανήκει σε λατρευτικές εγκαταστάσεις ιερού της Δήμητρας, με τη λατρεία της οποίας συνδέονται όχι μόνο τα Θεσμοφόρια αλλά και τα αλώνια, όπως εκείνο του Νότιου Συγκροτήματος. Η απόδοση βασίστηκε καταρχήν στην κυκλική κάτοψη του κτιρίου του Βορείου Συγκροτήματος, καθώς και στις κατασκευές του εσωτερικού του, δηλαδή την εστία-βωμό και τον κυκλικό λάκκο, απολύτως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λατρείας στα Θεσμοφόρια. Κατά την ανασκαφέα, τη συγκεκριμένη απόδοση ενισχύει τόσο η ίδρυση του κτίσματος πάνω σε στρώματα αρχαιότερων έμπυρων θυσιών όσο και η ποικιλία των κινητών ευρημάτων που συγκεντρώθηκαν, μεταξύ τους κοσμήματα και θραύσματα γυναικείων ειδωλίων, ειδικά μορφών με δάδα και φιάλη, αλλά και πολυάριθμα τμήματα τεμαχισμένων οστών ζώων.
Το σύνολο των κατασκευών χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ η πρωιμότερη χρήση του χώρου τοποθετήθηκε στην Πρώιμη Εποχή́ του Σιδήρου, λόγω της παρουσίας χειροποίητης κεραμικής στα κατώτερα στρώματα. Οι πρωιμότερες αυτές ενδείξεις αποδόθηκαν σε μια πρωιμότερη υπαίθρια λατρεία χθόνιου χαρακτήρα, ενώ τα οικοδομήματα του Θεσμοφορίου συνδέθηκαν με την αστικοποίηση των Μολοσσών και τον βασιλιά Θαρύπα.
Παρά την απόδοση των κτισμάτων σε ιερό και δη σε Θεσμοφόριο από τις Ανδρέου και Γραβάνη, η ερμηνεία αυτή δεν έχει γίνει καθολικά αποδεκτή από την έρευνα (βλ. χαρακτηριστικά Πλιάκου 2007, 162-163).
ΙΙ.2. Κτηριακές δομές: ο οικισμός
Τα κτιριακά κατάλοιπα του Βορείου και Νοτίου συγκροτήματος αποδόθηκαν σε ιερό και όχι σε οικισμό, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Σε οικισμό είναι πιθανό να ανήκουν τα εντελώς αποσπασματικά θεμέλια που εντοπίστηκαν επιφανειακά σε απόσταση 150-200 μ. βορειοανατολικά του Βόρειου Συγκροτήματος, δίπλα ακριβώς στην περίφραξη κατά μήκος του βόρειου ορίου της Πανεπιστημιούπολης, και σημειώνονται στο τοπογραφικό με την ένδειξη θεμέλια. Η κατοίκηση θα πρέπει να τοποθετηθεί στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου με βάση το στρώμα της χειροποίητης κεραμικής.
Στην κορυφή του λόφου της Δουρούτης, δίπλα σε οχυρωματικά έργα της τουρκοκρατίας, έχουν εντοπιστεί επιφανειακές κυκλικές θεμελιώσεις, οι οποίες πιθανώς ανήκουν είτε σε καλύβες οικισμού είτε σε νεκροταφείο τύμβων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, όπως οι αντίστοιχες κατασκευές που εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν σε διάφορες θέσεις της κοιλάδας του Γορμού στο Πωγώνι.
ΙΙΙ. Προστασία και ανάδειξη χώρου
2006-2011
2008
IV. Συνέχιση ανασκαφικής έρευνας
2022-2026
2022 (15 Ιουνίου – 6 Ιουλίου)
V. Xρηματοδότηση
Το πενταετές ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα θα στηριχθεί οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Παράλληλα, θα αναζητηθούν χορηγίες τόσο από Κοινωφελή Ιδρύματα της Ελλάδας και του Εξωτερικού, όσο και από ιδιώτες.
VΙ. Ερευνητική Ομάδα
VΙ. Βιβλιογραφία